- πλαγιοχαίτης
- ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ὁ πλαγίαν χαίτην ἔχων».[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + χαίτη (πρβλ. ορθο-χαίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλαγιοχαῖται — πλαγιοχαίτης with hair across masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek